lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
hauskuttaa, huvittaa, kisailla, leikitellä, leikkiä, pelata, viihdyttää, esittää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα φινλανδικά, hauskuttaa στα ελληνικά
παίζω στα φινλανδικά