lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα τσεχική

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
bavit, fungovat, hrát, konat, obveselit, osvěžit, pobavit, potěšit, provést, předvádět, předvést, rozptýlit, sehrát, vykonávat, zahrát, žertovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα τσεχική, bavit στα ελληνικά
παίζω στα τσεχική