lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
brincar, distrair, divertir, entreter, jogar, representar, tocar, actuar, executar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα πορτογαλικά, brincar στα ελληνικά
παίζω στα πορτογαλικά