lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα γαλλικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (13):
amuser, ballotter, carburer, distraire, divertir, exécuter, jouer, nigauder, représenter, rigoler, récréer, réjouir, séjourner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα γαλλικά, amuser στα ελληνικά
παίζω στα γαλλικά