lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα ιταλικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
distrarre, divertire, divertirsi, giocare, interpretare, recitare, rappresentare, suonare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα ιταλικά, distrarre στα ελληνικά
παίζω στα ιταλικά