lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
відвести, відводити, відхилити, відхиляти, відхиліть, забавляти, морочити, обманювати, обманіть, поновіть, пригостити, пригощати, розважати, розважити, розважте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα ουκρανικά, відвести στα ελληνικά
παίζω στα ουκρανικά