lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίζω στα γερμανικά

Λέξη:
παίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
amüsieren, ergötzen, spielen, unterhalten, verweilen, weilen, aufführen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά παίζω, παίζω συνώνυμα, παίζω οικογενεια λεξεων, παίζω με το παιδί μου, παίζω με πλαστελίνη, παίζω με γράμματα και λέξεις, παίζω στα γερμανικά, amüsieren στα ελληνικά
παίζω στα γερμανικά