lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα αγγλικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (15):
abut, base, defy, found, ground, jib, kick, lean, rely, repose, resist, rest, stay, withstand, withstood
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ακουμπώ, ακουμπώ στα αγγλικά, abut στα ελληνικά
ακουμπώ στα αγγλικά