lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα ουγγρική

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
alapoz, megtámaszkodik, megtámaszt, nekitámaszkodik
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ακουμπώ, ακουμπώ στα ουγγρική, alapoz στα ελληνικά
ακουμπώ στα ουγγρική