lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα ιταλικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
appoggiare, basare, basarsi, fondare, resistere, sostenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ακουμπώ, ακουμπώ στα ιταλικά, appoggiare στα ελληνικά
ακουμπώ στα ιταλικά