lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα γερμανικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
anlehnen, fußen, lehnen, stemmen, stützen, widersetzen, widerstehen, widerstreben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ακουμπώ, ακουμπώ στα γερμανικά, anlehnen στα ελληνικά
ακουμπώ στα γερμανικά