lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα τσεχική

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
opírat, opřít, podepřít, stavět, zakládat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακουμπώ, ακουμπώ στα τσεχική, opírat στα ελληνικά
ακουμπώ στα τσεχική