lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
apoiasse, arrimar, contrastar, encostar, fundar, resistir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακουμπώ, ακουμπώ στα πορτογαλικά, apoiasse στα ελληνικά
ακουμπώ στα πορτογαλικά