lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα ρωσικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
базировать, опирать, основывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ακουμπώ, ακουμπώ στα ρωσικά, базировать στα ελληνικά
ακουμπώ στα ρωσικά