lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα ισπανικά

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (10):
apoyar, apoyarse, arrimar, basar, basarse, contrastar, estribar, fundar, recostar, resistir
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ακουμπώ, ακουμπώ στα ισπανικά, apoyar στα ελληνικά
ακουμπώ στα ισπανικά