lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα αγγλικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (33):
activity, appliance, application, appointment, business, casework, classes, compliance, consumption, employment, engagement, exercise, implementation, job, labour, occupation, pizza, placement, play, position, post, posting, profession, provision, seizure, situation, studies, supplication, task, trade, usage, use, work
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα αγγλικά, activity στα ελληνικά
εργασία στα αγγλικά