lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα νορβηγικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
anvendelse, arbeid, benyttelse, beskjeftigelse, beslag, bestilling, bruk, erverv, jobb, kroppsarbeid, oppgave, plass, posisjon, post, stilling, sysla, sysselsetting
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα νορβηγικά, anvendelse στα ελληνικά
εργασία στα νορβηγικά