lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα γερμανικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (27):
amt, anstellung, anwendung, arbeit, aufgabe, beruf, beschlag, beschlagnahme, beschäftigung, besetzung, dienst, einnahme, einsatz, gebrauch, inanspruchnahme, job, lage, nutzung, pfändung, position, post, posten, stelle, stellung, verwendung, verwendurig, werk
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα γερμανικά, amt στα ελληνικά
εργασία στα γερμανικά