lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα ιταλικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (22):
applicazione, collocazione, consuetudine, diligenza, impegno, impiego, incarico, incombenza, lavoro, mansione, occupazione, opera, pignoramento, posizione, posta, postazione, sequestro, sfruttamento, travaglio, ubicazione, usanza, uso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα ιταλικά, applicazione στα ελληνικά
εργασία στα ιταλικά