lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα πορτογαλικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (30):
acomodo, aplicais, aplicação, captura, carga, cargo, cometido, correio, destino, embargo, emprego, empreitada, emprestada, falena, labor, lugar, obra, ocupais, ocupação, oficio, ofício, posição, posto, sitio, situação, tarefa, tarifa, trabalho, uso, utilizaria
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα πορτογαλικά, acomodo στα ελληνικά
εργασία στα πορτογαλικά