lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα πολωνική

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
nacierać, otrzeć, pocierać, przecierać, szorować, trzeć, wycierać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα πολωνική, nacierać στα ελληνικά
τρίβω στα πολωνική