lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα γαλλικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
aboutir, accomplir, acquérir, arriver, atteindre, interpénétrer, parvenir, pénétrer, roder, réaliser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα γαλλικά, aboutir στα ελληνικά
κατορθώνω στα γαλλικά