lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα γερμανικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
ausführen, dazukommen, einfahren, eintreffen, erlangen, erreichen, erringen, erwerben, erzielen, gelangen, realisieren, vordringen, zugehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα γερμανικά, ausführen στα ελληνικά
κατορθώνω στα γερμανικά