lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα δανική

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
få, nå, tilegne, realisere
Σχετικές λέξεις:
δανική κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα δανική, få στα ελληνικά
κατορθώνω στα δανική