lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα ισπανικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (12):
acceder, adquirir, alcanzar, cachar, conseguir, cumplir, efectuar, llegar, lograr, realizar, reportar, rodar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα ισπανικά, acceder στα ελληνικά
κατορθώνω στα ισπανικά