lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα σουηδικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (12):
anlända, ernå, fullborda, få, förverkliga, förvärva, hinna, nå, räcka, tillgå, upphinna, utföra
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα σουηδικά, anlända στα ελληνικά
κατορθώνω στα σουηδικά