lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
aceitar, acolher, admitir, adoptar, agregares, captar, concordar, conjecturar, receber, recobrir, supor, tomar, topar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα πορτογαλικά, aceitar στα ελληνικά
δέχομαι στα πορτογαλικά