lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα ουγγρική

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
átvesz, befogad, elfogad, elterjed, elvállal, felvesz, fogad, átvenni, elfogadni, szerződtet
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα ουγγρική, átvesz στα ελληνικά
δέχομαι στα ουγγρική