lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα τσεχική

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
adoptovat, akceptovat, dostat, dostávat, dovolit, dovolovat, hostit, najmout, najímat, obdržet, osvojit, pohostit, pozdravit, předpokládat, převzít, přijmout, přijímat, připouštět, připustit, přivítat, souhlasit, ujímat, uvítat, uznat, zaujmout, získat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα τσεχική, adoptovat στα ελληνικά
δέχομαι στα τσεχική