lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα λευκορωσίας

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
прыймаць, узяць, атрымлiваць, атрымоўваць, браць, лічыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα λευκορωσίας, прыймаць στα ελληνικά
δέχομαι στα λευκορωσίας