lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (9):
edellyttää, hyväksyä, omaksua, ottaa, saada, suostua, vastaanottaa, kohdella, olettaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα φινλανδικά, edellyttää στα ελληνικά
δέχομαι στα φινλανδικά