lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα γερμανικά

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
berauben, beschwindeln, bestehlen, betrügen, entwenden, gemogelt, klauen, mausen, mogeln, stehlen, übervorteilen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα γερμανικά, berauben στα ελληνικά
κλέβω στα γερμανικά