lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
красці, ашукваць, зводзіць, падманваць, украсці
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα λευκορωσίας, красці στα ελληνικά
κλέβω στα λευκορωσίας