lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα δανική

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
stejle, stjæle, bedrage, fuske, lure, kvarte, nappe
Σχετικές λέξεις:
δανική κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα δανική, stejle στα ελληνικά
κλέβω στα δανική