lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα φινλανδικά

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
huijari, huijata, hämätä, kähveltää, luntata, pettää, puijata, rosvota, ryöstää, varastaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα φινλανδικά, huijari στα ελληνικά
κλέβω στα φινλανδικά