lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα ρωσικά

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (17):
воровать, грабить, жульничать, изменять, красть, мошенничать, мухлевать, обворовывать, обжуливать, обкрадывать, обмануть, обманывать, околпачить, плутовать, своровать, уворовать, украсть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα ρωσικά, воровать στα ελληνικά
κλέβω στα ρωσικά