lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα τσεχική

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (30):
falšovat, fixlovat, klamat, krást, lhát, loupit, obalamutit, obelhat, obelstít, obloudit, odcizit, oklamat, okrást, oloupit, ošidit, ošálit, podfouknout, podvádět, podvést, rozkrádat, rozkrást, ukradnout, ukrást, vyfouknout, vykrást, vymačkat, zahánět, zklamat, šidit, švindlovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα τσεχική, falšovat στα ελληνικά
κλέβω στα τσεχική