lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα ιταλικά

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
abbindolare, barare, derubare, frodare, furto, imbrogliare, ingannare, raggirare, rubare, sottrarre, svaligiare, trafugare, truffare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα ιταλικά, abbindolare στα ελληνικά
κλέβω στα ιταλικά