lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα ουγγρική

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
ellop, lop, lopni, becsapni, csal, kavar, rászedni, koma, lopás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα ουγγρική, ellop στα ελληνικά
κλέβω στα ουγγρική