lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα γερμανικά

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
anblicken, angesehen, anschauen, ansehen, aufsehen, beobachten, blicken, geblickt, gucken, hinsehen, nachsehen, schauen, sehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα γερμανικά, anblicken στα ελληνικά
κοιτάζω στα γερμανικά