lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα λιθουανική

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (3):
matyti, stebėti, žiūrėti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα λιθουανική, matyti στα ελληνικά
κοιτάζω στα λιθουανική