lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα ρωσικά

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
видеть, глядеть, смотреть, наблюдать, поглядеть, посмотреть, взирать, поглядывать, посматривать, взглянуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα ρωσικά, видеть στα ελληνικά
κοιτάζω στα ρωσικά