lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα τσεχική

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
chápat, hledět, koukat, nahlédnout, nahlížet, navštěvovat, pohled, pohlédnout, pozorovat, spatřit, uvidět, uvážit, vidět, viz, vyhlížet, zažít, zrak
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα τσεχική, chápat στα ελληνικά
κοιτάζω στα τσεχική