lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
mirar, observar, olhar, presenciar, ver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα πορτογαλικά, mirar στα ελληνικά
κοιτάζω στα πορτογαλικά