lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
бачити, вид, годинник, дивити, дивитись, дивитися, дивіться, доглядати, оглядати, оглянути, панорама, перегляд, переглянути, пильнувати, побачити, погляд, пропустити, розглядати, розглянути, спостерігати, управляє
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα ουκρανικά, бачити στα ελληνικά
κοιτάζω στα ουκρανικά