lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιτάζω στα δανική

Λέξη:
κοιτάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
betragte, blik, glo, se, skue, blikke, kinke, titte
Σχετικές λέξεις:
δανική κοιτάζω, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω τη βροχή και κλαίω, κοιτάζω τη βροχή βροχή μου στιχοι, κοιτάζω τη βροχή, κοιτάζω στα δανική, betragte στα ελληνικά
κοιτάζω στα δανική