lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα γερμανικά

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
einheit, einzelwesen, individuum, person, einer, einigkeit, eins
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα γερμανικά, einheit στα ελληνικά
μονάδα στα γερμανικά