lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα ιταλικά

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
battuta, ente, individuo, misura, persona, proporzione, provvedimento, singolo, unità
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα ιταλικά, battuta στα ελληνικά
μονάδα στα ιταλικά