lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα ουγγρική

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
egyén, egység, gépegység, egyes
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα ουγγρική, egyén στα ελληνικά
μονάδα στα ουγγρική