lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα τσεχική

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
jedinec, jednička, jednota, jednotka, jednotlivec, jednotlivý, jednotnost, míra, měření, měřítko, opatření, osoba, takt, zvláštní
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα τσεχική, jedinec στα ελληνικά
μονάδα στα τσεχική